- πατήματα
- πάτημαthat which is troddenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάτημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στη πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστέλλου. * * * το, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.) 2. η ενέργεια τού πατώ, το… … Dictionary of Greek
πάτημα — το 1. η πράξη του πατώ, η πίεση με το πόδι: Το πάτημα των σταφυλιών. 2. ίχνος πέλματος, αχνάρι, πατημασιά: Το θήραμα κυνηγιέται ευκολότερα στο χιόνι, πάνω στο οποίο αφήνει τα πατήματά του. 3. θόρυβος βήματος: Ακούω κάθε βράδυ πατήματα στην αυλή.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίθμα — ἴθμα, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ ἴθματα α) ίχνη, πατήματα, βήματα β) κίνηση γ) τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού ρ. εἶμι που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ι τού ρ. και επίθημα θμα, το οποίο αποτελεί παρέκταση με θ τής κατάλ. μα (πρβλ. άσθμα). Η λ.,… … Dictionary of Greek
ιπποκροτούμαι — ἱπποκροτοῡμαι, έομαι (Α) [ιππόκροτος] αντηχώ από πατήματα τών ίππων … Dictionary of Greek
καρκαίρω — (Α) 1. (για τη γη) σείομαι, δονούμαι από τα πατήματα ανδρών και αλόγων 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκάρκαιρεν ἐπλήθυεν» και «ἐκάρκαιρον ψόφον τινὰ ἀπετέλουν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. με επιτ. αναδιπλασιασμό. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. car karti «υμνώ», που… … Dictionary of Greek
μπροστινός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, εμπρόσθιος, πρόσθιος 2. αυτός που αποτελεί την όψη ή βρίσκεται στο εμπρόσθιο μέρος ενός πράγματος 3. αυτός που προπορεύεται, που προηγείται 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μπροστινά τα εμπρόσθια μέρη τού… … Dictionary of Greek
πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… … Dictionary of Greek
χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek